- δίκλινος
- -η, -ο και δικλινής, -ές1. αυτός που έχει δύο κλίνες («δίκλινο δωμάτιο»)2. (για φυτά) τα φυτά που έχουν χωριστά τα αρσενικά άνθη από τα θηλυκά3. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίκλινοτο δίκλινο δωμάτιο4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίκλινατα δίκλινα φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίκλινα (φυτά) μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.